καλαμίνθης

καλαμίνθης
καλαμίνθη
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλαμίνθη — (calamintha). Θαμνώδες φυτό, εύοσμο, με άνθη ρόδινα ή ερυθρά, το οποίο φύεται σε περιοχές ακαλλιέργητες. Είναι ανθεκτική στις υψηλές θερμοκρασίες και στην ξηρασία. Ανθεί στα τέλη του καλοκαιριού. Περιλαμβάνει πολλά είδη, ορισμένα από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • μινθάριον — μινθάριον, τὸ (Α) [μίνθη] είδος καλαμίνθης …   Dictionary of Greek

  • νέπετα — και νεπέτα, η (Α νέπετα και νέπιτα, ἡ, και νέπετος, ὁ) βοτ. φυτό γνωστό με τη λόγια ονομασία καλαμίνθη, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αντιπροσωπεύει γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών με 250 περίπου είδη. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”